- αποτέλειωμα
- το , αποτέλειωμός ο см. αποτελείωση
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποπεράτωση — η (AM ἀποπεράτωσις) τελείωμα, αποτέλειωμα, συμπλήρωση … Dictionary of Greek
ολοκλήρωμα — Έστω f μια πραγματική συνάρτηση της πραγματικής μεταβλητής x, ορισμένη σε ένα κλειστό διάστημα, έστω I, με άκρα του α, β (α < β). Υποθέτουμε ότι η συνάρτηση f είναι φραγμένη, δηλαδή ότι υπάρχει κάποιος k ≥ 0, έτσι ώστε να ισχύει f(x ≤ 0), για… … Dictionary of Greek
αποτελειώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ολοκληρώνω, αποπερατώνω κάποιο έργο: Χτες αποτέλειωσα την εργασία που είχα να κάμω στα Νέα Ελληνικά. 2. καταστρέφω, αφανίζω: Σταμάτα πια να χτυπάς το παιδί, θα τ αποτελειώσεις. Ουσ. αποτέλειωμα, το ατος, ή αποτελειωμός, ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόσωσμα — το, ατος το αποτέλειωμα, το τελευταίο μέρος από ένα πράγμα: Ήρθες πάνω στ απόσωσμα του θέρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)